- άδεικτος
- και άδειχτος, -η, -ο (Α ἄδεικτος, -ον) [δεικνύω, δείχνω]νεοελλ.αυτός που δεν δείχτηκε ή δεν μπορεί να δειχτεί, αφανέρωτος, άγνωστοςαρχ.(για τον Θεό) αόρατος, αφανής, άγνωστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄδεικτος — not shown masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄδεικτον — ἄδεικτος not shown masc/fem acc sg ἄδεικτος not shown neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδείκτῳ — ἄδεικτος not shown masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδειχτος — η, ο [δείχνω] άδεικτος* … Dictionary of Greek